- σύκωση
- (Ιατρ.). Χρόνια πυογόνος φλεγμονή στο στόμιο των θυλάκων των τριχών, που προκαλείται από σταφυλόκοκκους και συχνά υποτροπιάζει. Η σ. εντοπίζεται κυρίως στην περιοχή του μουστακιού και στο πηγούνι, σπανιότερα δε στα φρύδια και στις μασχάλες. Στην αρχή, το δέρμα κοκκινίζει και παρουσιάζεται μια ή περισσότερες μικρές φουσκάλες, που στο κέντρο τους προβάλλει μια τρίχα. Έπειτα οι φουσκάλες πολλαπλασιάζονται και συχνά συνενώνονται. Η σ. συνοδεύεται συχνά από ένα αίσθημα φλόγωσης. Το γεγονός ότι εντοπίζεται κυρίως στο πρόσωπο, στενοχωρεί τον άρρωστο και επιδρά στο νευρικό του σύστημα. Το άτομο που έχει προσβληθεί από σ. πρέπει να φροντίζει να έχει πάντα καθαρά χέρια και πρόσωπο, ιδιαίτερα δε στο ξύρισμα. Η θεραπεία βασίζεται στην αφαίρεση των τριχών που έχουν προσβληθεί με ειδική λαβίδα, στη χρησιμοποίηση επιθεμάτων με υδατικά διαλύματα καθώς και στη χρήση αντιβιοτικών, ύστερα από σύσταση του γιατρού.
* * *η / σύκωσις, -ώσεως, ΝΑ [συκοῡμαι]φλυκταινώδης δερματοπάθεια που αναπτύσσεται στις τριχωτές περιοχές τού δέρματος και κυρίως στο μουστάκι και στο γένιαρχ.(ιδίως στην περιοχή τών βλεφάρων) σκληρό σάρκωμα όμοιο με ώριμο σύκο που αρχίζει να σχίζεται, δηλαδή με χείλη τα οποία προεξέχουν.
Dictionary of Greek. 2013.